- αλληλοκλοπή
- ητο να κλέβει ο ένας τον άλλον, η αμοιβαία κλοπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλοκλέπτομαι, βλ. αλληλοκλέβομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλοκλέβομαι — και αλληλοκλέπτομαι κλέβομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν κλέβω και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κλέβω ( ομαι). Ο τ. αλληλοκλέπτομαι < αλληλο * + κλέπτω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκλοπή] … Dictionary of Greek